- απλειστηρίαστος
- -η, -οαυτός που δε βγήκε στον πλειστηριασμό: Είχαν κατορθώσει άλλη μια φορά να μείνει το σπίτι απλειστηρίαστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.